- βλογιοκομμένος
- βλογιοκομμένος, -η, -ο και βλογοκομμένος, -η, -οαυτός που έχει στο πρόσωπό του σημάδια από εξανθήματα ευλογιάς: Το πρόσωπό του είναι βλογιοκομμένο από τότε που αρρώστησε, στην παιδική του ηλικία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.