βλογιοκομμένος

βλογιοκομμένος
βλογιοκομμένος, -η, -ο και βλογοκομμένος, -η, -ο
αυτός που έχει στο πρόσωπό του σημάδια από εξανθήματα ευλογιάς: Το πρόσωπό του είναι βλογιοκομμένο από τότε που αρρώστησε, στην παιδική του ηλικία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βλογιοκομμένος — η, ο αυτός που έχει στο πρόσωπο τις χαρακτηριστικές ουλές που αφήνει η νόσος ευλογιά (βλογιά) …   Dictionary of Greek

  • ευλογιοκομμένος — η, ο και βλογιοκομμένος, η, ο αυτός που έχει στο πρόσωπο τα στίγματα, τις ουλές τού εξανθήματος τής νόσου ευλογιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλογιά + κομμένος (< κόβω)] …   Dictionary of Greek

  • ξεβλογιάρης — ξεβλογιάρης, α, ικο (Μ) αυτός που έχει στο πρόσωπο του σημάδια, ουλές από ευλογιά, βλογιοκομμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + βλογιάρης] …   Dictionary of Greek

  • ευλογιοκομμένος — η, ο βλ. βλογιοκομμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”